- κολλώδιο(ν)
- το см. κολλόδιο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολλώδιο — Άχρωμο έως κίτρινο παχύρρευστο υγρό που σχηματίζεται με τη διάλυση νιτροκυτταρίνης (βαμβακοπυρίτιδας) ή των υπολοίπων παραγώγων της πυροξυλίνης σε μείγμα αιθέρα και αλκοόλης. Η ποιότητα του κ. ποικίλλει ανάλογα με τη σχετική του περιεκτικότητα σε … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek